Ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος

Κατοχή ήταν. Οι μέρες περνούσαν δύσκολα, δύσκολα κι επικίνδυνα. Κάθε πρωί συνήθιζα να περνώ από το γραφείο του δικηγόρου Δανή. Καταλάβαινα πως μόλις ανέχονταν την παρουσία μου. Μετά την «καλημέρα» που έλεγε κοφτά, έσκυβε το μούτρο του στα χαρτιά, έτσι που νόμιζες πως θα τα μασήσει. Στεκόμουν λίγα λεπτά όρθιος και κοίταζα την πρωινή εφημερίδα. Πρώτα διάβαζα το Γερμανικό «ανακοινωθέν» για να βγάλω το δικό μου. Μετά περνούσα στις τοπικές ειδήσεις. Άφηνα την εφημερίδα στο τραπεζάκι, πρόσεχα λίγο την κίνηση του δρόμου, και ύστερα, «ευχαριστώ» έλεγα πάντα και ξεπόρτιζα. Θα σκεφτείς πως ήμουν αγενής, όμως είχαμε μακρινή συγγένεια που δεν την ξεχνούσα εξ αιτίας της εφημερίδας. Εκείνο το πρωί, πριν ακόμα τελειώσω το «ανακοινωθέν», μπήκε ο πουκαμισάς και πίσω του ο απόστρατος. Περασμένης κάπως ηλικίας και «ακραιφνείς» πατριώτες, αυτό να λέγεται. Πήραν από μια καρέκλα και κάθισαν κοντά στο δικηγόρο. Τι έλεγαν μεταξύ τους ούτε και μ’ ένοιαζε. Θα τελείωνα την εφημερίδα όταν άκουσα τον πουκαμισά: «Ξέρετε πόσοι άνθρωποι πέρασαν στο δρόμο με πένθος; Τί διάβολο, τόσοι πολλοί πεθαίνουν στην πόλη μας»;
— Άνθρωποι είμαστε• θα γεννηθούμε, θα πεθάνουμε, είπε ο απόστρατος. Πρόσεξα έξω την κίνηση. Αλήθεια, στους τρεις που θα περνούσαν, οι δυο ή ο ένας θα είχαν πένθος Απέναντί μας κάθονταν στο σταματημένο αμάξι του ο γέρο Ραδίτσας και περίμενε πελάτη. Το άλογο, ο Εδουάρδος ο Γ΄, σαν να έτρεμε στην πρωινή ψύχρα. Ήταν άλλοτε ένα θαυμάσιο άλογο. Άλλοτε, τον καλό καιρό που του έδινα σοκολάτα. Την έπαιρνε από την παλάμη με τα χείλη κι έτριβε το κατωσάγωνό του στην πλάτη μου. Αυτή την κίνηση έκανε πάντα. Τώρα το απόφευγα. Δεν ήθελα να με παρεξηγήσει το ζώο. Πού να καταλάβει τ’ ανθρώπινα.
— Μπα, και ο Ραδίτσας με πένθος! Μίλησε ο πουκαμισάς. Αυτός κάθεται στη γειτονιά μου• δεν άκουσα να έχασε κανέναν.
Χτύπησε με το δαχτυλίδι το τζάμι και, όταν ο αμαξάς έστριψε το κεφάλι του, του έκανε νόημα να ρθεί. Ο γέρος κατέβηκε αργά. Σέρνοντας τα πόδια μπήκε και βγάζοντας την τραγιάσκα: «Καλημέρα αφεντικά, στους ορισμούς σας».
— Γεια σου παλιόφιλε, του λέει ο πουκαμισάς. Μπρε μοουρντάρη, ποια φιλενάδα έθαψες και κόλλησες το πένθος;
Οι άλλοι κακάρισαν• ήταν γνωστός στην αγορά ο γέρος σαν χωρατατζής κι ερωτύλος.
— Για τους Οβραίους, πέταξε το λόγο ο γέρος κι ανασήκωσε το κεφάλι προκλητικά.
«Τσακ» έκανε ο χάρακας στο κρύσταλλο του γραφείου. Εγώ είχα μεσάνυχτα. Ο πουκαμισάς ξέσκισε το πένθος του αμαξά και το έριξε στο αστείο. Βγήκα με το γέρο από το γραφείο κι από αυτόν έμαθα πως οι Γερμανοί ξεσήκωσαν τη νύχτα όλους τους Εβραίους των Γιαννίνων.
Ξεχνώντας ν’ αγοράσω τίποτα λάχανα για το μεσημέρι γύρισα σπίτι μου. Η μάνα είχε ριγμένο στις πλάτες το μαύρο σάλι. Έκανε κρύο. Κοντά της, στην καρέκλα με τη χαλασμένη ψάθα, κάθονταν ο τζουτζές της γειτονιάς. Κάτι της έλεγε, φαίνεται κάποια χιλιοειπωμένη ιστορία του. Γελούσε και χτυπούσε την αρβύλα στο πάτωμα. Στάθηκα στην κορνίζα της πόρτας. Η μάνα με κοίταξε βαθιά. Φαίνεται πως η όψη μου είχε τα χάλια της. Με ζύγωσε. Ο τζουτζές γελούσε ακόμα.
— Τι είναι; κανένας δικός μας…
— Οι Εβραίοι, είπα, όλους τους μάζεψαν… τους ταξίδεψαν τη νύχτα…
— Δυστυχία τους, μουρμούρισε κι έσφιξε στις πλάτες το σάλι.
— Και τον Ελιέζερ, μάνα• ρώτησα και μου είπαν πως και τον Ελιέζερ τον πήραν.
Ο τζουτζές σαν κάτι να κατάλαβε, γέλασε δυνατότερα. Το φαφούτικο στόμα του πέταξε σάλια στο μαγκάλι. Χτυπούσε τα χέρια στα λιγνά μεριά του και: «Τους Οβραίους, σκότωσαν οι Γερμανοί τους Οβραίους» φώναξε. Ύστερα μαζεύτηκε στην καρέκλα σαν ξεφουσκωμένος κι άρχισε να κλαίει ανθρώπινα.
Ήταν ορφανούλι ο Ελιέζερ μας. Έρχονταν τακτικά και του δίναμε φαγητό. Τον ντύναμε με τίποτα παλιά ρούχα μου. Μας αγαπούσε όσο και τη γιαγιά του. Όμως μια μέρα δεν κρατήθηκε, μου άρπαξε το χέρι κι ακούμπησε το μάγουλο με δύναμη, σαν να ήθελε να το αποτυπώσει για πάντα στην τρυφερή σάρκα του.
Η μάνα μου είχε πει πως κουβέντιασε με τη γιαγιά του παιδιού. Η γριά, ανάμεσα στ’ άλλα της βάσανα, της μίλησε και για τον Ελιέζερ της: «Γυρίζει πάντα πικραμένο από τα γειτονόπουλα, ύστερα κουρνιάζει πλάι μου βουβό». Σκιάζονταν η γριά πως θα της μαράζωνε. Κι αλήθεια, το παιδί γίνονταν όλο και πιο χλωμό. Τα μάτια του ήταν γιομάτα απορία και μυστική θλίψη. Τότε σκέφτηκα να προχωρήσω πέρα από το φαγητό που του έδινα. Του έφκιασα ένα ροδάνι, παιγνίδι παλιάς εποχής, που είχε σανιδένια ρόδα. Το έβαψα με χτυπητά χρώματα. Το άλλο πρωί πήγα στο σπιτάκι του. Κοιμόταν ακόμα. Παρακάλεσα τη γριά να μην το ξυπνήσει. Ακούμπησα το παιγνίδι στον τοίχο, απέναντί του, για να είναι το πρώτο πράγμα που θ’ αντίκριζε. Περίμενε με τη γριά. Ο ήλιος φώτιζε το ροδάνι όταν ο Ελιέζερ έπαιξε με τα μάτια. Τα στήλωσε κρατώντας την ανάσα. Τα έκλεισε, τα ξανάνοιξε και σαλτάροντας το αγκάλιασε. Ύστερα με πρόσεξε. Τότε ήταν που κόλλησε το μάγουλο στο χέρι μου. Όπως κατάλαβα, δεν ήταν για το παιγνίδι αυτό καθ’ εαυτό που μου φέρθηκε έτσι, ήταν που διψούσε για στοργή. Άλλη μέρα του έφκιασα χαρταετό. Ανεβήκαμε πάνω στο φρούριο. Πριν καλά καλά ψηλώσει, μας έδιωξαν οι Γερμανοί με χουγιατά. Ο αετός κρεμάστηκε πάνω στις αγροσυκιές που φυτρώνουν στα πλευρά του κάστρου. Πήγαινε κάθε μέρα και τον έβλεπε, ώσπου έμεινε ο καλαμένιος σκελετός. Ξεχνούσε να γυρίσει στη γιαγιά. Εκείνη μου τα έλεγε. Παραμιλούσε στον ύπνο του. Φώναζε τ’ όνομά μου, με καλούσε να το γλιτώσω από κάποιον κίνδυνο. Έλεγε στη γιαγιά πως ονειρεύεται τον αετό, τον αψηλώνει, μα τον αρπάζει πάντα ο στρατιώτης που φυλάει σκοπός στην τάπια.
Άφησα τον τζουτζέ να κλαίει σιγά και τη μάνα μου να χουχουλίζει τα χέρια. Κατέβηκα προς τη λίμνη περνώντας από το σοκάκι του Ελιέζερ. Στάθηκα μπροστά στο κλειστό χαμόσπιτο. Στο πρώτο σκαλί ήταν το ροδάνι του σπασμένο. Ίσως το παιδί θέλησε να το πάρει μαζί του, μα του το πέταξαν. Ύστερα γύρισα στην αγορά. Οι Γερμανοί έκλεβαν τα Εβραίικα μαγαζιά. Από το βουνό κατέβαινε ψύχρα. Εκεί θα χιόνιζε.
— Θα πεθάνουν όπως τους πήραν γυμνούς; καταλαβαίνεις; Τρεις χιλιάδες άνθρωποι θα πεθάνουν…, είπε ο σιδεράς στον παραγιό του. Περνούσα και τ’ άκουσα. Ο σιδεράς κρατούσε την αλυσίδα του φυσερού και είχε πένθος στο μανίκι του. Τότε δεν κρατήθηκα. Τράβηξα για τον πουκαμισά. Ήξερα πως ήταν από τα φανατικά μέλη των Ε.Ε.Ε., μιας προπολεμικής οργάνωσης με αντισημιτικές εκδηλώσεις.
— Θέλω μαύρο πουκάμισο, του είπα.
Με κοίταξε εξεταστικά: «Για να σηκώνει τη λέρα;» ρώτησε ειρωνικά.
— Όχι, μα για να σηκώσει όλα τα πένθη, απάντησα. Πλήρωσα και πήγα σπίτι να το φορέσω.

Φρίξος Τζιόβας, «Το πένθος», στο “Μια πόλη στη λογοτεχνία” του Χριστόφορου Μηλιώνη. Γιάννενα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002.

Ουδέποτε το γνωρίζαμε.
Ουδέποτε το διαπράξαμε.
Ουδέποτε συνέβη.

Ουδέποτε το κατορθώσαμε.
Ουδέποτε το επιχειρήσαμε.
Ουδέποτε απεδείχθη.
[…]
Και, στη χώρα του Ουδέποτε ζει κανείς άνετα.
Ουδέποτε θυμόμαστε οτιδήποτε.
Και εμείς οι ίδιοι ουδέποτε υπήρξαμε.

Παρόλα αυτά, ουδέποτε είμαστε ευτυχισμένοι.
Ουδέποτε μπορούμε εντέλει να ξεχάσουμε
Όλα αυτά, που ουδέποτε συνέβησαν.

Ο ποιητής Felix Pollak (1987) στο ποίημά του “ Η χώρα του ουδέποτε” μιλά για την αποσιώπηση της ιστορικής μνήμης και την αμφισβήτηση του Ολακαυτώματος….

Αρέσει σε %d bloggers: